πλαθανίτας

πλαθανίτας
πλαθανίτᾱς , πλαθανίτης
baked in a mould
masc acc pl
πλαθανίτᾱς , πλαθανίτης
baked in a mould
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλαθανίτης — και δωρ. τ. πλαθανίτας, ὁ, Α είδος πίτας που ψήνεται σε πλάθανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθανον «πλατιά σανίδα όπου πλάθουν ή ψήνουν ψωμί» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”